- αυτοπροωθούμενος
- η , ο[ν] самодвижущийся, самоходный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοπροωθούμενος — η, ο αυτός που προωθείται από μόνος του … Dictionary of Greek